- Ἐπικύδης
- Ἐπικύδηςmasc acc pl (attic epic doric)Ἐπικύδηςmasc nom/voc pl (doric aeolic)Ἐπικύδηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικυδής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο Ευφημίδου (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος δημαγωγός, σύγχρονος του Θεμιστοκλή. Ο Πλούταρχος (Βίος Θεμιστοκλέους VI, 20 30) τον θεωρεί δειλό και φιλόδοξο. 2. Καρχηδόνιος στρατηγός (τέλη 3ου αι. π.Χ.). Ο πατέρας του… … Dictionary of Greek
Ἐπικύδεος — Ἐπικύδης masc gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικύδην — Ἐπικύδης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικύδους — Ἐπικύδης masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπίκυδες — Ἐπικύδης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικυδέστερον — ἐπικῡδέστερον , ἐπικυδής glorious adverbial comp ἐπικῡδέστερον , ἐπικυδής glorious masc acc comp sg ἐπικῡδέστερον , ἐπικυδής glorious neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύδος — (I) κύδος, ὁ (Α) ονειδισμός, βρισιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχηματισμό από το κυδάζομαι]. (II) κῡδος, τὸ (Α) 1. δόξα, φήμη, ιδίως αυτή που αποκτά κάποιος στον πόλεμο («ὡς γὰρ θεὸς ναῶν ἔδωκε κῡδος Ἕλλησιν μάχης», Αισχύλ.) 2. ως… … Dictionary of Greek
ἐπικυδεστέρας — ἐπικῡδεστέρᾱς , ἐπικυδής glorious fem acc comp pl ἐπικῡδεστέρᾱς , ἐπικυδής glorious fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικυδεστέρων — ἐπικῡδεστέρων , ἐπικυδής glorious fem gen comp pl ἐπικῡδεστέρων , ἐπικυδής glorious masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικυδεστέρως — ἐπικῡδεστέρως , ἐπικυδής glorious masc acc comp pl (doric) ἐπικῡδεστέρως , ἐπικυδής glorious comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)